- ψηφιακός
- -ή, -ό, Ν(πληροφ.-τηλεπ.) α) (για συμβολική αναπαράσταση πληροφορίας ή φυσικού μεγέθους) αυτός που γίνεται με διάκριτους χαρακτήρες ή με διάκριτα σήματαβ) (για σύστημα, συσκευή ή μέθοδο) αυτός που χρησιμοποιεί τον παραπάνω τρόπο διάκριτης αναπαράστασης, σε αντιδιαστολή προς τον αναλογικό («ψηφιακός υπολογιστής»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος / ψηφίο + κατάλ. -ιακός (πρβλ. σημαδ-ιακός). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. digital < digit «ψηφίο, αριθμητικό ψηφίο»].
Dictionary of Greek. 2013.